-
1 πούς
1 footaὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.74
ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται O. 1.95
εὐθὺν τόνον ποσσὶ τρέχων O. 10.65
ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12.15
πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται O. 13.36
ἀνὰ δ' ἔπαλτ ὀρθῷ ποδί O. 13.72
κούφοισιν ἐκνεῦσαι ποσίν O. 13.114
δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί P. 4.96
σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115
χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις P. 10.23
καὶ γὰρ αὐτὰ ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς N. 1.50
οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.42
ποσσὶ γὰρ κράτεσκε i. e. in running N. 3.52 ( αἰετός) ὃς ἔλαβεν αἶψα τηλόθε μεταμαιόμενος δαφοινὸν ἄγραν ποσίν talons N. 3.81ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19
σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (sc. νικηφόρων) N. 8.47οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν N. 9.47
σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48
λαιψηροῖς δὲ πόδεσσιν ἄφαρ ἐξικέσθαν N. 10.63
στέφανοι χερσὶ νικάσαντ' ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.10
“ υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” I. 8.37 ποδὶ κροτέο[ντι (sc. γᾶν) Πα.. 1. Δαμαίνας πα[ῖ, ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχων ἁγέο Παρθ. 2.. κύνα Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μιμέο *fr. 107a. 3.* ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν *fr. 107b. 1.* Καινεὺς σχίσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν Θρ... σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (of Scythians eating a horse) fr. 203. 3.b foot of a hill.Στροφίον Παρνασσοῦ πόδα ναίοντ P. 11.36
Παλίου δὲ πὰρ ποδὶ N. 4.54
c met. ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός (ἵν' εἴπῃ ὅτι προσήρμοσται αὐτῷ τὰ προειρημένα δαιμονίως Σ.) O. 6.8ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15
esp., c. prep.,γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἶμεν αἴσας P. 3.60
καλὰ γινώσκοντ' ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.289
τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος i. e. my immediate concern P. 8.32 τῶν δ' ἕκαστος ὀρούῃ, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός i. e. immediate P. 10.62 τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν (τὸ πηδάλιον Σ.) N. 6.55 βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις (ἐκποδὼν ἀφελκύσας Σ.) N. 7.67τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.12
-
2 ὀρθός
1 uprighta of pers.I aright, sound τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς pr. P. 3.53 ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν pr. P. 3.96II faithful, honestἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός O. 6.90
b of things.a upright, straight up in physical sense. ὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον (contra Σ, δικαίᾳ) O. 10.4ἀνὰ δ' ἔπαλτ ὀρθῷ ποδί O. 13.72
σὺν ὀρθαῖς κιόνεσσιν δεσποσύναισιν P. 4.267
ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα pr. N. 1.43 ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (ἐπ' ἀσφαλοῦς στῆναι παρεσκεύασας Σ.) I. 7.12 δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες fr. 33d. 5. Καινεὺς σχίσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν unyielding *qr. 6. 8.b straight, true, regularκαὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν O. 7.46
ὀρθὰς δ αὔλακας ἐντανύσαις pr. P. 4.227ἦρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν P. 11.39
ὀρθῷ δρόμῳ fr. 1a. 5. μουσικὰν ὀρθὰν ἐπιδεικνυμένου (pr.: οὐχ ἡδεῖαν οὐδὲ τρυφερὰν οὐδ' ἐπικεκλασμένην τοῖς μελέσιν. paraphr. Plut., Pyth. Orac., 6, 397A) fr. 32.III upright, correctβουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος O. 2.75
πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν O. 7.91
ὀρθᾷ φρενί O. 8.24
εἰ δὲ λόγων συνέμεν κορυφάν, Ἱέρων, ὀρθὰν ἐπίστᾳ, μανθάνων οἶσθα προτέρων. P. 3.80δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν pr. P. 6.19πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.68
οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον pr. N. 11.5 ]ν ὀρθαι τε β[ουλ]αι τοῦτον Θρ. 4. 16. -
3 πούς
πούς, ὁ, ποδός, ποδί, πόδα (not ποῦν, Thom.Mag.p.257 R.): dat.pl. ποσί, [dialect] Ep.and Lyr. ποσσί (also Cratin.100(lyr.)), πόδεσσι, onceA (lyr.): gen.and dat. dual ποδοῖν, [dialect] Ep.ποδοῖιν Il.18.537
:—[dialect] Dor. nom. [full] πός (cf. ἀρτίπος, πούλυπος, etc.) Lyr.Adesp.72, but [full] πούς Tab.Heracl.2.34 (perh. Hellenistic); [full] πῶς· πός, ὑπὸ Δωριέων, Hsch. (fort. [full] πός· πούς, ὑ.Δ.); [dialect] Lacon. [full] πόρ, Id. (on the accent v. Hdn.Gr.2.921, A.D. Adv.134.24):—foot, both of men and beasts, Il.7.212, 8.339 (both pl.), etc.; in pl., also, a bird's talons, Od.15.526; arms or feelers of a polypus, Hes.Op. 524: properly the foot from the ankle down wards, Il.17.386;ταρσὸς ποδός 11.377
, 388; ξύλινος π., of an artificial foot, Hdt.9.37: but also of the leg with the foot, as χείρ for the arm and hand, Il.23.772, Od.4.149, Luc.Alex.59.2 foot as that with which one runs,πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς Il.1.215
, al.; or walks, ; freq. with reference to swiftness,περιγιγνόμεθ' ἄλλων πύξ τε.. ἠδὲ πόδεσσιν Od.8.103
; ποσὶν ἐρίζειν to race on foot, Il.13.325, cf. 23.792;πόδεσσι πάντας ἐνίκα 20.410
, cf. Od.13.261;ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο Il.9.124
, etc.; ποδῶν τιμά, αἴγλα, ἀρετά, ὁρμά, Pi.O.12.15, 13.36, P.10.23, B.9.20;ἅμιλλαν ἐπόνει ποδοῖν E.IA 213
(lyr.): the dat. ποσί ([etym.] ποσσί, πόδεσσι) is added to many Verbs denoting motion, π. βήσετο, παρέδραμον, Il.8.389, 23.636; π. θέειν, πηδᾶν, σκαίρειν, πλίσσεσθαι, ib. 622,21.269, 18.572, Od.6.318;ὀρχεῖσθαι Hes.Th.3
;ἔρχεσθαι Od.6.39
; ;νέρθε δὲ ποσσὶν ἤϊε μακρὰ βιβάς Il.7.212
; also emphatically with Verbs denoting to trample or tread upon,πόσσι καταστείβοισι Sapph.94
;ἐπεμβῆναι ποδί S.El. 456
; πόδα βαίνειν, v. βαίνω A.11.4; πόδα τιθέναι to journey, Ar.Th. 1100: metaph., νόστιμον ναῦς ἐκίνησεν πόδα started on its homeward way, E.Hec. 940 (lyr.); νεῶν λῦσαι ποθοῦσιν οἴκαδ'.. πόδα ib. 1020; χειρῶν ἔκβαλλον ὀρείους πόδας ναός, i. e. oars, Tim.Pers. 102; φωνὴ τῶν π. τοῦ ὑετοῦ sound of the pattering of rain, LXX 3 Ki. 18.41.3 as a point of measurement, ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς from head to foot, Il.18.353;ἐκ κεφαλῆς ἐς πόδας ἄκρους 16.640
; and reversely,ἐκ ποδῶν δ' ἄνω.. εἰς ἄκρον κάρα A.Fr. 169
; ; alsoἐκ τριχὸς ἄχρι ποδῶν AP5.193
(Posidipp. or Asclep.); ἐς κορυφὰν ἐκ ποδός ib.7.388 ([place name] Bianor).4 πρόσθε ποδός or ποδῶν, προπάροιθε ποδῶν, just before one, Il.23.877,21.601, 13.205;τὸ πρὸ ποδὸς.. χρῆμα Pi.I.8(7).13
;αὐτὰ τὰ πρὸ τῶν ποδῶν ὁρᾶν X.Lac.3.4
, cf.An.4.6.12, Pl.R. 432d.b παρά or πὰρ ποδός off-hand, at once,ἀνελέσθαι πὰρ ποδός Thgn.282
;γνόντα τὸ πὰρ ποδός Pi.P.3.60
, cf.10.62; close at hand,Id.
O.1.74; but παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός sank to their feet, Il.15.280; in a moment,S.
Ph. 838 (lyr.), Pl.Sph. 242a; close behind, Νέμεσις δέ γε πὰρ πόδας (leg. πόδα) βαίνει Prov. ap. Suid.; also immediately afterwardsPlb.
1.35.3,5.26.13, Gal.5.272;παρὰ π. οἱ ἔλεγχοι Luc.Hist. Conscr.13
, cf. Aristid.2.115 J.; at his very feet,Pl.
Tht. 174a; περὶ τῶν παρὰ πόδας καὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς ib.c;τὸ πλησίον καὶ παρὰ π. Luc.Cal.1
.c ἐν ποσί in one's way, close at hand,τὸν ἐν π. γινόμενον Hdt.3.79
, cf. Pi.P.8.32;τἀν ποσὶν κακά S.Ant. 1327
, cf. E.Andr. 397;τοὐν ποσὶν κακόν Id.Alc. 739
;τὴν ἐν ποσὶ [κώμην] αἱρεῖν Th.3.97
; everyday matters,Pl.
Tht. 175b, cf.Arist.Pol. 1263a18, etc.d τὸ πρὸς ποσί, = τὸ ἐν ποσί, S.OT 130.e all these phrases are opp. ἐκ ποδῶν out of the way, far off, writtenἐκποδών Hdt.6.35
, etc.; also,βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις Pi.N.7.67
.5 to denote close pursuit, ἐκ ποδὸς ἕπεσθαι follow in the track, i.e. close behind, Plb.3.68.1, cf. D.S.20.57, D.H.2.33, etc.;ἐκ ποδῶν διώξαντες Plu.Pel.11
.b in earlier writers κατὰ πόδας on the heels of a person, Hdt.5.98, Th.3.98, 8.17, X.HG2.1.20, LXXGe.49.19 (also on the moment,Pl.
Sph. 243d); ἡ κατὰ πόδας ἡμέρα the very next day, Plb.1.12.1 (but κατὰ πόδας αἱρεῖν catch it running, X.Cyr.1.6.40, cf. Mem.2.6.9): c. gen. pers., κατὰ πόδας τινὸς ἐλαύνειν, ἰέναι, march, come close at his heels, on his track, Hdt.9.89, Th.5.64; τῇ κατὰ π. ἡμέρᾳ τῆς ἐκκλησίας on the day immediately after it, Plb.3.45.5;κατὰ π. τῆς μάχης Aristid. 1.157J.
, etc.6 various phrases:b ἐπὶ πόδα backwards facing the enemy, ἐπὶ π. ἀναχωρεῖν, ἀνάγειν, ἀναχάζεσθαι, to retire without turning to fly, leisurely, X.An. 5.2.32, Cyr.3.3.69, 7.1.34, etc.; alsoἐπὶ πόδας Luc.Pisc.12
; but γίνεται ἡ ἔξοδος οἷον ἐπὶ πόδας the offspring is as it were born feetforemost, Arist.GA 752b14.c περὶ πόδα, properly of a shoe, round the foot, i.e. fitting exactly,ὡς ἔστι μοι τὸ χρῆμα τοῦτο περὶ πόδα Pl.Com.197
, cf. 129: c. dat.,ὁρᾷς ὡς ἐμμελὴς ἡ ἀρχὴ καὶ περὶ πόδα τῇ ἱστορίᾳ Luc.Hist.Conscr.14
, cf. Ind.10, Pseudol.23.d ὡς ποδῶνἔχει as he is off for feet, i. e. as quick as he can,ὡς ποδῶν εἶχον [τάχιστα] ἐβοήθεον Hdt.6.116
;ἐδίωκον ὡς ποδῶν ἕκαστος εἶχον Id.9.59
;φευκτέον ὡς ἔχει ποδῶν ἕκαστος Pl.Grg. 507d
; so, (lyr.).e ἔξω τινὸς πόδα ἔχειν keep one's foot out of a thing, i. e. be clear of it,ἔξω κομίζων πηλοῦ πόδα Id.Ch. 697
;πημάτων ἔξω πόδα ἔχει Id.Pr. 265
;ἐκτὸς κλαυμάτων S.Ph. 1260
;ἔξω πραγμάτων E.Heracl. 109
: without a gen., ἐκτὸς ἔχειν πόδα Pi.P.4.289: opp.εἰς ἄντλον ἐμβήσῃ πόδα E.Heracl. 168
;ἐν τούτῳ πεδίλῳ.. πόδ' ἔχων Pi.O.6.8
.f ἀμφοῖν ποδοῖν, etc., to denote energetic action, Ar.Av.35, cf. Il.13.78;συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν 15.364
; ;τιμωρήσειν χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ πάσῃ δυνάμει Aeschin.2.115
, cf.3.109; τερπωλῆς ἐπέβημεν ὅλῳ ποδί with all the foot, i.e. entirely, A.R.4.1166, cf.D.Chr.13.19 (prob.);καταφεύγειν ἐπὶ τὴν πόλιν ὥσπερ ἐκ δυοῖν ποδοῖν Aristid.1.117J.
; opp. ; .g τὴν ὑπὸ πόδα [κατάστασιν] just below them, Plb.2.68.9; ὑπὸ πόδας τίθεσθαι trample under foot, scorn, Plu.2.1097c; οἱ ὑπὸ πόδα those next below them (in rank), Onos.25.2; ὑπὸ πόδα χωρεῖν recede, decline, of strength, Ath. [voice] Med. ap.Orib. inc.21.16.k ἁλιεῖς ἀπὸ ποδός prob. fishermen who fish from the land, not from boats, BGU221.5 (i1/iii A. D.); ποτίσαι ἀπὸ ποδός perh. irrigate by the feet (of oxen turning the irrigation-wheel), PRyl.157.21 (ii A. D.); τόπον.. ἀπὸ ποδὸς ἐξηρτισμένον dub. sens. in POsl.55.11 (ii/iii A. D.).1ἀγγεῖον.. τρήματα ἐκ τῶν ὑπὸ ποδὸς ἔχον
round the bottom,Dsc.
2.72.7 πούς τινος, as periphr. for a person as coming, etc., σὺν πατρὸς μολὼν ποδί, i.e. σὺν πατρί, E.Hipp. 661;παρθένου δέχου πόδα Id.Or. 1217
, cf. Hec. 977, HF 336;χρόνου πόδα Id.Ba. 889
(lyr.), Ar.Ra. 100; also ἐξ ἑνὸς ποδός, i.e. μόνος ὤν, S.Ph.91; οἱ δ' ἀφ' ἡσύχου π., i.e. οἱ ἡσύχως ζῶντες, E.Med. 217.II metaph., of things, foot, lowest part, esp. foot of a hill, Il.2.824, 20.59 (pl.), Pi.P.11.36, etc.; of a table, couch, etc., Ar.Fr. 530, X.Cyr.8.8.16, etc.; cf. πέζα; of the side strokes at the foot of the letter Ω, Callias ap.Ath.10.454a; = ποδεών 11.1,ἀσκοῦ.. λῦσαι π. E.Med. 679
.2 in a ship, πόδες are the two lower corners of the sail, or the ropes fastened therelo, by which the sails are tightened or slackened, sheets (cf.ποδεών 11.4
), Od.5.260; χαλᾶν πόδα ease off the sheet, as is done when a squall is coming, E.Or. 707; τοῦ ποδὸς παρίει let go hold of it, Ar.Eq. 436;ἐκδοῦναι ὀλίγον τοῦ ποδός Luc.Cont.3
; ἐκπετάσουσι πόδα ναός (with reference to the sail), E.IT 1135 (lyr.): opp. τεῖναι πόδα haul it tight, S.Ant. 715; ναῦς ἐνταθεῖσα ποδί a ship with her sheet close hauled, E.Or. 706;κὰδ' δ'.. λαῖφος ἐρυσσάμενοι τανύοντο ἐς πόδας ἀμφοτέρους A.R.2.932
;ἱστία.. ἐτάνυσσαν ὑπ' ἀμφοτέροισι πόδεσσι Q.S.9.438
.b perh. of the rudder or steering-paddle,αἰεὶ γὰρ πόδα νηὸς ἐνώμων Od.10.32
(cf. Sch.ad loc.);πὰρ ποδὶ ναός Pi.N.6.55
.III a foot, as a measure of length, = 4 palms ([etym.] παλασταί ) or 6 fingers, Hdt.2.149, Pl.Men. 82c, etc.IV foot in Prosody, Ar.Ra. 1323 (lyr.), Pl.R. 400a, Aristox. Harm.p.34 M., Heph.3.1, etc.; so of a metrical phrase or passage,ἔκμετρα καὶ ὑπὲρ τὸν π. Luc.Pr.Im.18
; of a long passage declaimed in one breath, , cf. Luc.Demon.65, Poll.4.91.V boundary stone, Is.Fr.27. (Cf. Lat. pes, Goth. fotus, etc. 'foot'; related to πέδον as noted by Arist. IA 706a33.) -
4 ὀρθός
A straight,I in height, upright, standing, Hom., who commonly joins it withστῆναι, στῆ δ' ὀρθός Il.23.271
, al., cf. Hdt.5.111,9.22 (where it is used of a horse rearing);ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν Il.24.359
, cf. Hes.Op. 540 ;ὀρθῶν ἑσταότων ἀγορή Il.18.246
;οἱ δ' ἐν νηΐ μ' ἔδησαν.. ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ Od.12.179
, cf. S.Aj. 239 (anap.);κυρβασίας.. ὀρθὰς εἶχον πεπηγυίας Hdt.7.64
;ὀρθὸν αἴρεις κάρα A.Ch. 496
, etc.; ὀρθὸν οὖς ἵστησι pricks up his ear, S.El.27, etc.; applied to the erect posture of man, Arist.PA 653a31, al.; ὀ. θηρίον, of man, Philem.3 ; of buildings, standing with their walls entire,[τὸ Πάνακτον] ὀρθὸν παραδοῦναι Th.5.42
;ὀρθαὶ κίονες Pi.P.4.267
, cf. PLond. 3.755v.2(iv A. D.); of a standing crop, ib.1165.2 (ii A. D.). Adv.,ὀρθῶς ἑστῶτες Arist.PA 689b19
.b Geom., at right angles to..,εὐθεῖα πρὸς ἐπίπεδον ὀρθή ἐστιν ὅταν.. Euc.11
Def.3.c Astrol., ὀρθὰ ζῴδια signs which rise vertically, opp. πλάγια, Doroth. in Cat. Cod. Astr.5 (1). 240.II in line, straight (opp. σκολιός crooked and πλάγιος aslant), ἀντ' ἠελίου τετραμμένος ὀρθός straight, right opposite the sun, Hes.Op. 727 ;ὀρθὸν εὐθύνοι βέλος A.Fr. 200
; ποιῶν ὀρθὰ πάντα πρὸςκανόνα IG7.3073.108
(Lebadea, ii B. C.); ὀ. τρῶμα longitudinal to the muscle, opp. ἐπικάρσιος, Hp.Prorrh.2.15 ;ὀρθὸς εἰς ὁδὸν πορεύεται S. Aj. 1254
;εἶμι.. ὀ. ὁδόν Thgn.945
;ὀ. κέλευθον ἰών Pi.P.11.39
; ὀρθὴν κελεύεις, i. e. ὀρθὴν ὁδόν με ἰέναι κ., Ar.Av.1 ; so ὀρθὴν ἄνω δίωκε (sc. όδόν) Id.Th. 1223 (but ὀρθήν, = εὐθύς, Hyp.Fr. 257); δι' ὀρθῆς τήνδε ναυκληρεῖς πόλιν (sc. ὁδοῦ) S.Ant. 994 ;εἰς ὀρθὸν τρέχειν Diph.61.5
; to face the front originally held,Ascl.
Tact.10.1 ;κατ' ὀρθὸν εὐδρομεῖν Men.681
; also straightway,Pi.
O.10(11).4 ; ὀρθῷ ποδί ib.13.72, Fr. 167 ; but τιθέναι ὀρθὸν πόδα is prob. to put the foot out, as in walking, A.Eu. 294 (v. ), cf. E.Med. 1166.2 βλέπειν ὀρθά, opp. being blind, S.OT 419 ; recovered his sight,IG
14.966 (Rome, ii A. D.);ἐξ ὀμμάτων ὀ.. κἀξ ὀρθῆς φρενός S.OT 528
; ὀρθοῖς ὄμμασιν ib. 1385 ; v. ὄμμα 1.III metaph.,1 right, safe, prosperous:a partly from signf. 1, set them up, restored,Pi.
P.3.53 ; so ὀρθὸν ἀστάσας (= ἀναστήσας) IG42(1).122.52 (Epid., iv B. C.);ἐς ὀρθὸν ἱστάναι τινά E.Supp. 1230
;ὀρθὰν φυλάσσειν Τένεδον Pi.N.11.5
; so , cf. Pl.La. 181b ; ταύτης ἔπι (sc. χθονός) πλέοντες ὀρθῆς (the state being represented as a ship) S. Ant. 190 ;ἐν ὀρθῷ κεῖσθαι Plb.31.7.1
.b partly from signf. 11, κατ' ὀρθὸν ἐξελθεῖν, of prophecies, S.OT88, cf. OC 1424; κατ' ὀρθὸν οὐρίσαι to speed in prosperous course, Id.OT 695 (lyr.).2 right, true, correct, ἄγγελος, ἀγγελία, νόος, Pi.O.6.90, P.4.279, 10.68 ; (anap.), etc.; ;ὀρθᾷ φρενί Pi.O.8.24
; ὄρθ' ἀκούειν to be rightly, truly called, S.OT 903 (lyr.);κατὰ τὸ ὀ. δικάζειν Hdt. 1.96
;ὀ. λόγῳ
strictly speaking, in very truth,Id.
2.17, 6.68, etc.: so in Adv.,ὀρθῶς λέγειν Id.1.51
;ὀ. ἔλεξας S.Ph. 341
;ὀ. φράσαι A.Ch. 526
;εἴρηκας ὀ. S.El. 1040
;ὀ. φρονεῖν A.Pr. 1000
, Archyt.1 (soεἰς ὀρθὸν φ. S. Fr. 612
);ὀ. γνῶναι Antipho 2.2.8
; ὀ. ἔχει it is right, c. inf., Pl.Euthphr. 9a ;ὀ. ἐνδίκως τ' ἐπώνυμον A.Th. 405
, cf. 829 (anap.): in answers, rightly, exactly, Pl.Prt. 359e;ὀ. γε Diph.32.18
: [comp] Sup.,ὀρθότατα καλεόμενος Hdt.4.59
; soτὸ ὀρθὸν ἐξείρηκα S.Tr. 374
; φωνεῖν δίκης ἐς ὀρθόν ib. 347 ;κατ' ὀρθόν Pl.Ti. 44b
.3 true, real, genuine, ὀ. πολιτεῖαι, opp. παρεκβάσεις, Arist.Pol. 1279a18, etc.; ὀ. μανία real madness, Ael.NA11.32, cf. Theoc.11.11. Adv. - θῶς really, truly,τοὺς ὀ. φιλομαθεῖς Pl.Phd. 67b
;ὁ ὀ. κυβερνήτης Id.R. 341c
;τὸν ὀ. συγγενῆ Diph. 102
.4 upright, just,ἐμμένειν ὀ. νόμῳ S.Aj. 350
(lyr.);τὸ ὀ.
uprightness,Pl.
R. 540d ; ἐπιστήμη ἐνοῦσα καὶ ὀ. λόγος (v. λόγος IV. I) Id.Phd. 73a; ὁ ὀ. λόγος διὰ πάντων ἐρχόμενος (v.λόγος 111.7
) Chrysipp.Stoic.3.4 ; ὀ. λόγοι virtues on the intellectual side, Phld.Piet.8. Adv. rightly, justly,Th.
3.56;ὀ. καὶ δικαίως Antipho1.10
, IG22.228.14 (iv B. C.), IPE12.32B73 (Olbia, iii B. C.), etc.;ὀ. καὶ νομίμως Isoc.7.28
.5 of persons, 'straight', straightforward,σμικροὶ καὶ οὐκ ὀρθοὶ τὰς ψυχάς Pl. Tht. 173a
.6 on tiptoe, full of expectation, excited,ὀρθῆς τῆς πόλεως γενομένης διά τι Isoc.16.7
;τὴν Ἑλλάδα ὀρθὴν οὖσαν ἐπί τινι Id.5.70
;ὀ. ἦν ἡ πόλις ἐπὶ τοῖς συμβεβηκόσιν Lycurg.39
, cf. Hyp.Fr.39 ;ὀ. καὶ μετέωροι ταῖς διανοίαις Plb.28.17.11
;ὀ. καὶ περίφοβος ἦν ἡ πόλις Id.3.112.6
;ὀ. διὰ τὸν φόβον D.S.16.84
;ὀ. καὶ δραστήριος διὰ τὸ θαρρεῖν Plu.Phil.12
.IV ἡ ὀρθή,1 (sc. ὁδός) v. supr. 11.1.2 ὀ. γωνία right angle, Pl.Ti. 55b ; so ὀ. alone, Arist.EN 1098a30, al.; cf. ὄρθιος v. 1 : τέμνειν πρὸς ὀρθάς to cut at right angles, Euc.3.3, al.; εἴ τις δείξειεν ὅτι αἱ ὀρθαὶ οὐ συμπίπτουσι.. that right angles do not meet (short for 'that two straight lines making, with a third, interior angles equal to two right angles, etc.'), Arist.AP0.74a13 ; τὸ δυσὶν ὀρθαῖς the theorem that the angles of a triangle are together equal to two right angles, ib.85b5 ; ὀρθὸς κῶνος, κύλινδρος, a right cone, cylinder, Archim.Sph.Cyl.1.26, 1.11.3 (with or without πτῶσις) nominative, Lat. casus rectus, opp. the oblique cases, D.T. 636.3, Str.14.2.28, A.D.Pron.39.10, al., S.E.M.1.177.V ὀρθά active verbs, opp. ὕπτια (passive) and οὐδέτερα (neuter), Chrysipp.Stoic.2.59.VI ὀ. τόνος real or unmodified (cf. supr. 111.3) accent, opp. ἐγκλινόμενος, A.D.Pron.36.10, al.; so ὀρθὴ τάσις ib.54.8, al. (The gloss of Hsch., βορθ-αγορίσκοι, = ὀ., and the dialect forms of Ὀρθεία (q.v.), suggest that the word orig. had ϝ.) -
5 ἀναπάλλω
ἀναπάλλω med.,1 leap up ἀνὰ δἔπαλτ' ὀρθῷ ποδί (ex ἐφάλλομαι ductum ἐπᾶλτο alii explicc., cf. N. 6.50) O. 13.72 -
6 γᾶ
γᾱ, γαῑα (γᾶς, γᾶν. γαῖ(α), γαίας, γαίᾳ, γαῖαν; γαίας)a earth, soil, surface of the earthτὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις O. 2.59
τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι P. 9.81
μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.56
“ ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐών” N. 10.87κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
“ θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ γαῖαν διδόντι ξείνια” (= βώλακα δαιμονίαν v. 37) P. 4.21ἀνὰ βωλακίας δ' ὀρόγυιαν σχίζε νῶτον γᾶς P. 4.229
γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον (byz.: γαίας codd.) P. 8.59 cf.Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ P. 11.10
&γᾶς παρ' ὀμφαλὸν εὐρύν Pae. 6.120
φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.68
γαῖα δ' ἐν Θήβαις ὑπέδεκτο κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν μάντιν N. 10.8
γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις i. e. in earthenware jars N. 10.35θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη καὶ τελευτὰν ἁπάντων γᾶν ἐπιεσσόμενος N. 11.16
ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων sc. Poseidon I. 4.19ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; Pae. 9.19
Καινεὺς σχίσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν when he was driven into the ground by the Centaurs Θρ. 6. 9. opp. to heaven, ( ἡ δὲ διάνοια πέτεται κατὰ Πίνδαρον) τᾶς τε γᾶς ὑπένερθε οὐρανοῦ θ' ὕπερ Plat., Theaet., 173 E = fr. 292. cf. N. 10.87 opp. to sea,γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14
ἐπῇεν γᾶν τε καὶ θάλασσαν fr. 51a. 2.b land, countryἐς γαῖαν πορεύειν θυμὸς ὥρμα Ἰστρίαν νιν O. 3.25
εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν αὐξομέναν πεδόθεν πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις Rhodes O. 7.63 διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι Rhodes O. 7.75 θύγατρ' ἀπὸ γᾶς Ἐπειῶν Ὀπόεντος ἀναρπάσαις from Elis O. 9.58Ζεῦὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος, εὐκάρποιο γαίας μέτωπον P. 1.30
“φαμὶ γὰρ τᾶσδ' ἐξ ἁλιπλάκτου ποτὲ γᾶς Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι” Thera P. 4.14 “ νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων” P.4.26. “ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” P.4.97. “ οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” Iolkos P.4.118. προσπαλαίει νῦν γε πατρῴας ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων the land of the Lapithai P. 4.290καὶ γᾶν φράδασε N. 3.26
νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ γαῖαν ἀνὰ σφετέραν, τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27
ναίω Θραικίαν γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον Pae. 2.25
Μολοσσίδα γαῖαν ἐξίκετ' Pae. 6.109
]γαῖαν τιμ[ fr. 60a. 4. pl.,υἱὸς Ἀλκμήνας, ὃς Οὐλυμπόνδ' ἔβα, γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.55
c pro pers., EarthΟὐρανὸς δ' ἔφριξέ νιν καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38
Ναὶς Κρέοισ' ἔτικτεν, Γαίας θυγάτηρ P. 9.17
ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις (at Athens Σ, at Cyrene edd.) P. 9.102 “ παῖδα (= Ἀρισταῖον) —, ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς εὐθρόνοις ὥραισι καὶ Γαίᾳ ἀνελὼν φίλας ὑπὸ ματέρος οἴσει” (byz.: γαἰ, γᾷ codd.) P. 9.60 test., Σ. Aesch. Eum. 2: Πίνδαρός φησι πρὸς βίαν κρατῆσαι Πυθοῦς τὸν Ἀπόλλωνα. διὸ καὶ ταρταρῶσαι ἐζήτει αὐτὸν ἡ Γῆ fr. 55. -
7 γαῖα
γᾱ, γαῑα (γᾶς, γᾶν. γαῖ(α), γαίας, γαίᾳ, γαῖαν; γαίας)a earth, soil, surface of the earthτὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις O. 2.59
τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι P. 9.81
μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.56
“ ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐών” N. 10.87κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
“ θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ γαῖαν διδόντι ξείνια” (= βώλακα δαιμονίαν v. 37) P. 4.21ἀνὰ βωλακίας δ' ὀρόγυιαν σχίζε νῶτον γᾶς P. 4.229
γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον (byz.: γαίας codd.) P. 8.59 cf.Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ P. 11.10
&γᾶς παρ' ὀμφαλὸν εὐρύν Pae. 6.120
φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.68
γαῖα δ' ἐν Θήβαις ὑπέδεκτο κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν μάντιν N. 10.8
γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις i. e. in earthenware jars N. 10.35θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη καὶ τελευτὰν ἁπάντων γᾶν ἐπιεσσόμενος N. 11.16
ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων sc. Poseidon I. 4.19ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; Pae. 9.19
Καινεὺς σχίσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν when he was driven into the ground by the Centaurs Θρ. 6. 9. opp. to heaven, ( ἡ δὲ διάνοια πέτεται κατὰ Πίνδαρον) τᾶς τε γᾶς ὑπένερθε οὐρανοῦ θ' ὕπερ Plat., Theaet., 173 E = fr. 292. cf. N. 10.87 opp. to sea,γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14
ἐπῇεν γᾶν τε καὶ θάλασσαν fr. 51a. 2.b land, countryἐς γαῖαν πορεύειν θυμὸς ὥρμα Ἰστρίαν νιν O. 3.25
εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν αὐξομέναν πεδόθεν πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις Rhodes O. 7.63 διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι Rhodes O. 7.75 θύγατρ' ἀπὸ γᾶς Ἐπειῶν Ὀπόεντος ἀναρπάσαις from Elis O. 9.58Ζεῦὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος, εὐκάρποιο γαίας μέτωπον P. 1.30
“φαμὶ γὰρ τᾶσδ' ἐξ ἁλιπλάκτου ποτὲ γᾶς Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι” Thera P. 4.14 “ νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων” P.4.26. “ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” P.4.97. “ οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” Iolkos P.4.118. προσπαλαίει νῦν γε πατρῴας ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων the land of the Lapithai P. 4.290καὶ γᾶν φράδασε N. 3.26
νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ γαῖαν ἀνὰ σφετέραν, τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27
ναίω Θραικίαν γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον Pae. 2.25
Μολοσσίδα γαῖαν ἐξίκετ' Pae. 6.109
]γαῖαν τιμ[ fr. 60a. 4. pl.,υἱὸς Ἀλκμήνας, ὃς Οὐλυμπόνδ' ἔβα, γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.55
c pro pers., EarthΟὐρανὸς δ' ἔφριξέ νιν καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38
Ναὶς Κρέοισ' ἔτικτεν, Γαίας θυγάτηρ P. 9.17
ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις (at Athens Σ, at Cyrene edd.) P. 9.102 “ παῖδα (= Ἀρισταῖον) —, ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς εὐθρόνοις ὥραισι καὶ Γαίᾳ ἀνελὼν φίλας ὑπὸ ματέρος οἴσει” (byz.: γαἰ, γᾷ codd.) P. 9.60 test., Σ. Aesch. Eum. 2: Πίνδαρός φησι πρὸς βίαν κρατῆσαι Πυθοῦς τὸν Ἀπόλλωνα. διὸ καὶ ταρταρῶσαι ἐζήτει αὐτὸν ἡ Γῆ fr. 55. -
8 Καινεύς
Καινεύς an invulnerable hero of Thessaly, fought with the Lapithai against the Centaurs, and was beaten by them into the ground. ὁ δὲ χλωραῖς ἐλάταισι τυπεὶς οἴχεται Καινεὺς σχίσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν Θρ. 6. 8. -
9 πάλλω
a shake χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων ἴσα τ' ἀνέμοις (sc. Ἀχιλλεύς) N. 3.45b med. & pass., leap, swoop (cf. O. 13.72; Leumann, Hom. Wörter, 60f.)καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί N. 5.21
met., καὶ ἐς Αἰθίοπας Μέμνονος οὐκ ἀπονοστήσαντος ἔπαλτο (sc. ὄνυμ' αὐτῶν: ἔπαλτο e Σ ἐπάλθη Schneidewin: ἐπᾶλτο ab ἐφάλλομαι ductum codd.) N. 6.50c in tmesis. ἀνὰ δ' ἔπαλτ ὀρθῷ ποδί (v. ἀναπάλλω) O. 13.72 -
10 σχίζω
1 cut openὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.24
Καινεὺς σχᾰσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν when he was driven into the ground by the Centaurs Θρ. 6. 8. in tmesis, v.ἀνασχίζω P. 4.228
-
11 ἀναπάλλω
A swing to and fro,ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος Il.3.355
, etc.; ἀμπάλλειν κῶλα, i. e. dance, Ar.Ra. 1358; ἀνέπηλεν ἐπὶ θήρᾳ.. μαινάδας urged them on, E.Ba. 1190;κλήρους εἰς ἄγγος ἐμβαλοῦσαι ἀνέπηλαν Ant.Lib.10.3
:—[voice] Med., αἳ.. αἰθέρα ἀμπάλλεσθε agitate it as you fly, E. Or. 322:—[voice] Pass., dart, spring or bound up,ὡς δ' ὅθ' ὑπὸ φρικὸς.. ἀναπάλλεται ἰχθύς.. ὣς πληγεὶς ἀνέπαλτο Il.23.692
, cf. Eun.Hist.p.239D., Agath.3.16, 4.18:—Il. l. c. proves that the sync. [tense] aor. ἀνέπαλτο (also found in Il.8.85, 20.424, cf.ἀνὰ δ' ἔπαλτ' ὀρθῷ ποδί Pi.O.13.72
, and metaph.,νεῖκος ἀνέπαλτο B.10.65
) must be referred to this Verb (cf. ἔκπαλτο, ἐνέπαλτο, κατέπαλτο); but part. ἀνεπάλμενος is formed from ἀνεφάλλομαι in A.R.2.825; those who, like Heyne, refer it to ἀνεφάλλομαι, write it ἀνεπᾶλτο (cf. ἐπᾶλτο): —[tense] aor. [voice] Med.ἀνεπήλατο Mosch.2.109
: [tense] aor. part. [voice] Pass.ἀναπαλείς Str.8.6.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπάλλω
См. также в других словарях:
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek